- φωτοποιός
- φωτοποιόςmaking lightmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φωτοποιός — όν, ΜΑ αυτός που παράγει φως. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + ποιός*] … Dictionary of Greek
φωτοποιοῦ — φωτοποιός making light masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωτοποιά — φωτοποιός making light neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
φωτ(ο)- — α συνθετικό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. φῶς, φωτός και δηλώνει ότι το σύνθ. έχει σχέση με το φως ή αναφέρεται σ αυτό. Το α συνθετικό φωτ(ο) γνώρισε μεγάλη επίδοση στη Νέα Ελληνική, όπου χρησιμοποιήθηκε για τον… … Dictionary of Greek
φωτοποιώ — έω, Α [φωτοποιός] 1. παράγω, εκπέμπω φως, φωτίζω 2. εκκλ. βαπτίζω … Dictionary of Greek